- σκαμπιόζα
- η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια διψακίδες τής τάξης διψακώδη, με 100 περίπου είδη.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. scabiosa < λατ. scabiosus < λατ. scabies «τραχύτητα, ξηρότητα, λειχήνα, ψώρα»].
Dictionary of Greek. 2013.